- πολυπράγμονος
- πολυπράγμωνbusy about many thingsgen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Brea (Thrakien) — Brea Stein im Epigraphischen Museum Athen Brea (griechisch Βρέα Femininum, Einwohner Βρεαῖος oder Βρεάτης)[1] war e … Deutsch Wikipedia
πολυπράγμων — όνος, ο, η, ΝΜΑ, και πολυπράγμονος Ν 1. αυτός που ασχολείται με πολλά πράγματα ταυτόχρονα, με πολλές υποθέσεις 2. αυτός που ασχολείται με θέματα που δεν τόν αφορούν, που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις μσν. αρχ. ο άκριτα περίεργος αρχ. ο… … Dictionary of Greek
ανήσυχος — η, ο επίρρ. α, 1. ο ταραγμένος: Χθες τη νύχτα ο ύπνος του ήταν πολύ ανήσυχος. 2. ταραξίας, θορυβοποιός: Είναι παιδί πολύ ανήσυχο. 3. πολυάσχολος, πολυπράγμονος: Όλο με κάτι καταπιάνεται· είναι άνθρωπος ανήσυχος. 4. φοβισμένος, σε αγωνία: Δεν πήρε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)